«...βλέπω ότι είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε. Έκλεισε το δρόμο στη ζωή μου. Υπέμεινα πράγματα που δεν θα έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας: ότι θα πίκραινα, θα πείραζα, θα αναστάτωνα των άλλων τη ζωή. Τελικά, έκανα μια αφαιρετική κατάσταση, να περιμένω να μου δοθούν τα πράγματα που επιθυμώ, χωρίς να θέλω να τα πάρω διά της βίας. Αλλά αυτό ήταν μια ήττα. Καθαρή ήττα. Και άδικα αυτός ο φίλος, σήμερα, χθες ή προχθές ή επί έτη, είτε είναι υπαρκτός είτε είναι η φωνή της συνειδήσεως, μου είπε ότι θέλω να καπελώσω τον κόσμο. Δεν θέλω καθόλου να καπελώσω τον κόσμο. Να καπελώσω έναν άνθρωπο, ναι, θα το ήθελα. Και αν ένας άνθρωπος είναι όλος ο κόσμος για μας κάποια στιγμή... Ναι, ναι, βεβαίως. Γιατί όχι; Αν εννοούσε ότι είναι πολύ ακατάλληλη στιγμή για να καπελώσω έναν άνθρωπο ή όλο τον κόσμο, θα του απαντούσα ότι δεν είναι καθόλου ακατάλληλη η στιγμή, εφόσον αναπνέω, σκέφτομαι, αισθάνομαι και επιθυμώ...».
Η ευγένεια που την κατέστρεψε...